- συρμαισμός
- συρμαισμόςuse of an emeticmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρμαϊσμός — ὁ, ΜΑ [συρμαΐζω] η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου αρχ. ο χυμός τού φυτού συρμαία … Dictionary of Greek
συρμαισμοί — συρμαισμός use of an emetic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμαισμοῦ — συρμαισμός use of an emetic masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμαισμούς — συρμαισμός use of an emetic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)